- ὑπέρεικον
- ὑπέρεικοςSt. John's wortfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρεικος — ὁ, και ὑπέρεικον, τὸ, Α ονομασία φρυγανοειδούς θάμνου, αλλ. ἀνδρόσαιμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρείκη «ρείκι, φρυγανοειδής θάμνος». Η λ. απαντά και ως ουδ. ὑπέρεικον και με τη γρφ. ὑπερικόν*] … Dictionary of Greek
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek
υπερικό — (hypericum androsaemum). Πολυετής πόα με λείο βλαστό, αποφυλλωμένο λίγο στη βάση, που έχει 40 80 εκ. ύψος. Τα φύλλα του είναι μεγάλα και ωοειδή και τα άνθη του κίτρινα μέτρια. Ο καρπός του είναι ρώγα σφαιρική, λεία, γυαλιστερή, μαύρη κατά την… … Dictionary of Greek